- κἀλγεινῶς
- κἀλγεινῶςἀλγεινῶς , ἀλγεινόςpainful: adverbial
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
κἀλγεινῶς — ἀλγεινῶς , ἀλγεινός painful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek